Ἕκα

Ἕκα
Ἕκᾱ , Ἕκης
masc nom/voc/acc dual (doric)
Ἕκης
masc voc sg (doric)
Ἕκᾱ , Ἕκης
masc gen sg (doric aeolic)
Ἕκης
masc nom sg (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκα- — χημ. πρόθημα που έχει ληφθεί από τη Σανσκριτική (eka) και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει, στην κατάταξη τού Μεντελέγιεφ, τα άγνωστα στην εποχή του χημικά στοιχεία ο Μεντελέγιεφ είχε προβλέψει την ύπαρξή τους και είχε διατηρήσει κενές τις θέσεις… …   Dictionary of Greek

  • ἑκαβόλον — ἑκᾱβόλον , ἑκηβόλος attaining his aim masc/fem acc sg (doric) ἑκᾱβόλον , ἑκηβόλος attaining his aim neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκαδον — ἔκᾱδον , κήδω trouble imperf ind act 3rd pl (doric) ἔκᾱδον , κήδω trouble imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκαον — ἔκᾱον , καίω kindle imperf ind act 3rd pl (attic) ἔκᾱον , καίω kindle imperf ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕκας — Ἕκᾱς , Ἕκης masc acc pl (doric) Ἕκᾱς , Ἕκης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκ' — ἐκά , ἐκάς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκαδόμεθα — ἐκᾱδόμεθα , κήδω trouble imperf ind mp 1st pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκαδόμην — ἐκᾱδόμην , κήδω trouble imperf ind mp 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκάδοντο — ἐκά̱δοντο , κήδω trouble imperf ind mp 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκάετο — ἐκά̱ετο , καίω kindle imperf ind mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”